ἀφιδρώσεις

ἀφιδρώσεις
ἀφίδρωσις
sweating off
fem nom/voc pl (attic epic)
ἀφίδρωσις
sweating off
fem nom/acc pl (attic)
ἀφιδρόω
sweat off
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀφιδρόω
sweat off
fut ind act 2nd sg
ἀ̱φιδρώσεις , ἀφιδρόω
sweat off
futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ένικμος — ο (Α ἔνικμος, ον) [ικμάς] νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ένικμος γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κρυπτοφαγιδών αρχ. 1. αυτός που έχει ικμάδα, υγρασία 2. (για σάρκα σφαγίων) τρυφερός, χυμώδης, ζουμερός 3. (για ασθενή) αυτός που έχει ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”